Δαμασκηνῶν

Δαμασκηνῶν
Δαμασκηνόν
Damascus-plum
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • HAZAEL — Rex Szriae Damscenae IV. Ben adado I. successit, ut diximus in voce Asael. Qui ambo divinis honoribus a Syris culti, tum ob aliam beneficentiam, tum διὰ τῶ ναῶν τὰς οἰκοδομιὰς, οἷς ἐκόσμηϚαν τὴν τῶ Δάμασκηνῶν τόλιν. Πομπεύουσι δ᾿ αύτοὶ καθ᾿… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δαμασκηνάτος — η, ο 1. ό,τι μοιάζει με δαμάσκηνο («ελιές δαμασκηνάτες») 2. (για φαγητά) ο παρασκευασμένος με δαμάσκηνα 3. το ουδ. ως ουσ. δαμασκηνάτο αποξηραμένος πολτός δαμάσκηνων …   Dictionary of Greek

  • δαμασκωτός — ή, ό (για υφάσματα) υφασμένος και διακοσμημένος όπως το δαμάσκο, με την τεχνοτροπία τών δαμασκηνών υφασμάτων …   Dictionary of Greek

  • οπλοκάμπη — η εντομολ. γένος σύμφυτων υμενόπτερων εντόμων τής οικογένειας τενθρεδινίδες με είδη που οι προνύμφες τους αναπτύσσονται στο εσωτερικό τών μήλων, τών αχλαδιών, τών δαμάσκηνων και άλλων καρπών και προκαλούν την πρόωρη πτώση τους επιφέροντας μεγάλες …   Dictionary of Greek

  • σκόπελος — I Ημιορεινός οικισμός (1861 κάτ., υψόμ. 150), στην επαρχία Μυτιλήνης, του νομού Λέσβου. Βρίσκεται στα νότια του νομού και της επαρχίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (42 τ. χλμ., 2006 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι… …   Dictionary of Greek

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

  • Ακχμίμ — (Αkhmim). Πόλη (97.000 κάτ. το 2002) της Άνω Αιγύπτου στην ανατολική όχθη του Νείλου, με εκτεταμένες νεκροπόλεις της 6ης δυναστείας (2345 2181 π.Χ.). Η ονομασία της προέρχεται προφανώς από το όνομα του αιγυπτιακού θεού Μιν. Στους ελληνιστικούς… …   Dictionary of Greek

  • απόσταγμα, οινοπνευματούχο — Ποτό με μεγάλη περιεκτικότητα σε οινόπνευμα που λαμβάνεται με απόσταξη από άλλο υγρό, το οποίο περιέχει οινόπνευμα σε αρκετά μικρότερη αναλογία. Από το κρασί, π.χ., που περιέχει οινόπνευμα σε αναλογία από 10% έως 14%, εξάγονται ο.α. όπως το… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”